- αποτοξίνωση
- ητο σύνολο των βιολογικών εξεργασιών που καταλήγουν στην αποσβολή από τον οργανισμό των τοξικών ουσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινολογλυκουρονίδωση — η, Ν (βιοχ.) η αντίδραση σχηματισμού φαινολοΥλυκουρονιδίου στον οργανισμό η οποία χρησιμεύει για την αποτοξίνωσή του και τη διευκόλυνση τής απέκκρισης ξένων φαινολών από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenol glycuronidation] … Dictionary of Greek